25 Ιουνίου 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ στο περιθώριο των λέξεων




Καθώς γράφω, στο περιθώριο των λέξεων κάνω σκέψεις που, συνήθως, είναι πιο σημαντικές ή πιο αληθινές από τις λέξεις που γράφω, τη σημασία τους, το νόημα που επιχειρούν να διατυπώσουν. 

Και, πολλές φορές, δίπλα στις σκέψεις που κάνω στο περιθώριο των λέξεων που γράφω, τρίτες σκέψεις έρχονται και σαρκάζουν ή σχολιάζουν ή αναιρούν ή μέμφονται τις σκέψεις που κάνω στο περιθώριο των λέξεων που, εν τέλει, γράφω κι εσείς διαβάζετε… 

Γράφω, ας πούμε, «επιτέλους, έστω αργά, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ανακάλυψαν ότι η διεύρυνση οφείλει να είναι αμφίπλευρη, ώστε να αποκτήσει τη δυναμική μιας πλατιάς αντιμνημονιακής, δημοκρατικής, προοδευτικής και ριζοσπαστικής συμμαχίας για την ανατροπή της σημερινής τάξης πραγμάτων» 

Στο περιθώριο των λέξεων, μια σκέψη μου λέει «η διεύρυνση δεν οφείλει τίποτα απολύτως, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ οφείλουν: «οφείλουν να δουλέψουν για μια αμφίπλευρη διεύρυνση που θα αποκτήσει τη δυναμική μιας πλατιάς αντιμνημονιακής συμμαχίας ,κλπ., κλπ.». 

Την ίδια στιγμή, μια τρίτη σκέψη μου σχολιάζει τη δεύτερη: «Τι πάει να πει οφείλουν, τίποτα δεν οφείλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και εάν πιστεύουν ότι οφείλουν, τίποτα δεν μπορούν να κάνουν ώστε να μην οφείλουν, τίποτα δεν περνάει από το χέρι τους»… 

Στο τέλος, σταματάω να γράφω, αφού αντιλαμβάνομαι ότι ξεκίνησα να σχολιάζω μια κακότεχνη αλήθεια, μια αλήθεια που δεν έχει το θάρρος, ούτε καν την τεχνική, του πολιτικού ψέματος: «η διεύρυνση οφείλει να είναι αμφίπλευρη»!.. Είναι δυνατόν;
***** 
Αλλά, ακόμα κι αν συνέχιζα να γράφω, θα ήταν πιο σημαντικό να γράψω, να διατυπώσω δηλαδή, τη σκέψη που πέρασε στο περιθώριο των λέξεων που ξεκίνησα να γράφω, από το να γράψω τις λέξεις που ξεκίνησα να γράφω. 

Τότε θα έγραφα ότι «η διεύρυνση δεν οφείλει τίποτε, απολύτως τίποτε δεν μπορεί να «οφείλει» η διεύρυνση». 

Η διεύρυνση οφείλεται, μπορεί μόνο να οφείλεται. «Να οφείλεται στην πολιτική βούληση του προέδρου του κόμματος και των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και στις επαφές, τις κινήσεις, τις πρωτοβουλίες τους εν γένει, για μια αμφίπλευρη διεύρυνση που θα αποκτήσει τη δυναμική, κλπ., κλπ.». 

Ακόμα και έτσι, στο περιθώριο των λέξεων, μια δεύτερη σκέψη μου λέει πως η διεύρυνση, αμφίπλευρη ή μη, δεν μπορεί να οφείλεται στην πολιτική βούληση, και μόνον, του προέδρου και των στελεχών του κόμματος, η διεύρυνση, αμφίπλευρη ή μη, στις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις ένθεν – κακείθεν του ΣΥΡΙΖΑ… οφείλει να οφείλεται, αυτές έχουν τον πρώτο λόγο εάν θα διευρύνουν τον ΣΥΡΙΖΑ, αμφίπλευρα ή μη. 

Όμως, καθώς γράφω αυτό το «αμφίπλευρα ή μη», μια τρίτη σκέψη σκάει μύτη και σαρκάζει τη δεύτερη, εκείνο το «μη» δίπλα στο «αμφίπλευρα». Ένα «μη» που, ξεδιάντροπα, αμφισβητεί το «αμφίπλευρα» δίπλα του. 
***** 
Διότι «αμφίπλευρα του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει ένθεν – κακείθεν του ΣΥΡΙΖΑ, δηλαδή εκ δεξιών και εξ αριστερών του αντίστοιχα. Και, εκείνο το «μη» δίπλα στο «αμφίπλευρα» μπορεί να αποκλείει το «ένθεν» ή το «κακείθεν», ή και τα δύο:

- «Σίγουρα το κακείθεν αποκλείει», παρεμβαίνει η πρώτη σκέψη. Και, «δεν το αποκλείει, αυτοαποκλείεται», συμπληρώνει η δεύτερη, αποκαλύπτοντας ότι το «κακείθεν» αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που αυτοαποκλείεται, είναι το ΚΚΕ. 

Σιγά τις σκέψεις θα μου πείτε, και δικαίως, αφού είναι κοινός τόπος ότι το σημερινό ΚΚΕ αρνείται συστηματικά κάθε ιδέα συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ καθιστώντας αδύνατη μιαν «αμφίπλευρη διεύρυνση, κλπ., κλπ.». 

Θα μπορούσα ακόμα να προσθέσω ότι καθώς ο πρόεδρος και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αποφασίζουν ότι η διεύρυνση… «οφείλει να είναι αμφίπλευρη» γνωρίζοντας ότι είναι αδύνατον να είναι, αποκαλύπτουν την παγίδευσή τους σε μια ακατανόητη εμμονή για συνεργασία με το ΚΚΕ. Εμμονή που εγείρει καχυποψίες για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό του ΣΥΡΙΖΑ υπονομεύοντας την διεύρυνση του. Όχι μόνο… κακείθεν αλλά και ένθεν, δηλαδή προς την κεντροαριστερά.

Παραθέτοντας, κάπως έτσι, τις σκέψεις που περνούν στο περιθώριο των λέξεων την ώρα που γράφω, καθώς και τις τρίτες σκέψεις που τις σχολιάζουν ή τις σαρκάζουν ή τις αναιρούν, θα μπορούσα να γράψω ένα σημαντικό κείμενο για την πολιτική λειτουργία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του προέδρου του, των βουλευτών του, των στελεχών του, του οργανωμένου, εν γένει, «σώματός» του. Σημαντικό, από την άποψη ότι θα απέδιδε τη βαθύτερη αλήθεια του συγγραφέα για την πολιτική συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ. 

Αλλά, και αυτή η «αλήθεια» θα μπορούσε να είναι αλήθεια σχετική ή και ψέμα. Εκτός κι αν πιστεύει κανείς ότι η αλήθεια κρύβεται στις λέξεις. Ή στις σκέψεις που περνούν στο περιθώριο των λέξεων, καθώς ο συγγραφέας γράφει…

Νίκος Τσαγκρής

19 Ιουνίου 2014

Ο Έλληνας Γερμανός δεν γίνεται


Οι εκφραστές του «γερμανικού ραγιαδισμού», μια απίστευτη προφητεία του Μιχαήλ Μπακούνιν και η ρήση του Σαλβατόρ Νταλί για τους Έλληνες.   

Τις μέρες που η κυβέρνηση Σαμαρά, με… διακριτό τον Βενιζέλο μέσα της, επιδίδεται σε ένα μπαράζ φθηνού λαϊκισμού του τύπου «παίξ’ το αντιμνημονιακός κι έχει ο Σόϊμπλε» και οι ‘Eλληνες εξαντλούνται σε τρυκ οριακής θερινής επιβίωσης του τύπου «χύμα στο κύμα», οι Γερμανοί… ξανάρχονται: αδημονούν, λέει, να αποβιβαστούν στα ελληνικά νησιά («τα πιο όμορφα του κόσμου, λέει»,) για να καταλάβουν τα τετράστερα και τα πεντάστερα ξενοδοχεία που, ως γνήσιοι Ευρωπαίοι, έχουν κλείσει (από τον Ιανουάριο του 2012, παρακαλώ) για τις καλοκαιρινές διακοπές τους.

 Εντάξει, με το καλό να μας έρθουν οι γερμαναράδες, που λέει ο λόγος, αλλά, αναπόφευκτα, καθώς τα τουριστικά ρεπορτάζ μάς προκαλούν με την γερμανική εισβολή στα ξενοδοχεία των πάλαι ποτέ καλοκαιρινών μας διακοπών, το ερώτημα, παραπονιάρικο και ζηλόφθονο, προκύπτει… αυθωρεί και παραχρήμα: γιατί αυτοί και όχι εμείς; 

 Είναι ένα ερώτημα που, στην πολιτική του μεταφορά, αφορά την πλειονότητα υμών των Ελλήνων αλλά, κυρίως, τις πολιτικές ηγεσίες μας. Και επανέρχεται κάθε φορά που η χώρα μας στριμώχνεται και οι πολιτικές ηγεσίες μας υποχωρούν, συμβιβάζονται, υποτάσσονται: είμαστε, οι Έλληνες, ισότιμοι Ευρωπαίοι πολίτες; Ή μήπως είμαστε υποτελείς των ισχυρών της Ευρώπης; Προφανώς και τα δύο! Κι ας κομπάζουν οι εκάστοτε κυβερνώντες, ότι είμαστε ισότιμοι Ευρωπαίοι. Κι ας καταγγέλλουν οι εκάστοτε αντιπολιτευόμενοι ότι είμαστε υποτελείς. 

Παίζοντας τα «καλά παιδιά» 

 Καθώς εξελίσσεται μια ακόμη πράξη του ιστορικού δράματός μας με τους εκάστοτε «συμμάχους» μας, έχει ιδιαίτερη αξία να σημειώσουμε ότι οι πρωταγωνιστές διατηρούν, και σε αυτή την πράξη, το παραδοσιακό ήθος τους: ο Γερμανός επιτίθεται, ο Έλληνας αμύνεται. Ο Γερμανός προκαλεί, ο Έλληνας δέχεται στωικά τις προκλήσεις. Ο Γερμανός επιδεικνύει την ποσοτική του δύναμη, ο Έλληνας την αντίστοιχη… ποιοτική. Οι όποιες αποκλίσεις στις συμπεριφορές των πρωταγωνιστών δεν ανατρέπουν το παραδοσιακό ήθος τους, το ιστορικό - πολιτισμικό τους προφίλ.

Είναι καλό αυτό για μας; Αμφιβάλλω. Σ' έναν κόσμο (τον κόσμο της «ευρωζώνης») όπου πολιτισμός σημαίνει χρήμα – κέρδος – οικονομική υπεροχή, σ' ένα κόσμο όπου η Γερμανία ποζάρει και επιβάλλεται ως πρότυπο ευρωπαϊκής χώρας, οι Γερμανοί πλασάρονται ως ευρωπαϊκός λαός – πρότυπο και η Άνγκελα Μέρκελ ποζάρει και επιβάλλεται ως η ηγεμών της Ευρώπης, φυσικά αμφιβάλλω. 

Σ' αυτόν τον συγκεκριμένο «ευρωπαϊκό» κόσμο με τον συγκεκριμένο «ευρωπαϊκό» πολιτισμό που δεν είναι παρά ο γερμανικός πολιτισμός, η Ελλάδα, οι Έλληνες, προκειμένου να επιβιώσουμε, υποχρεωθήκαμε να τους παραμυθιάζουμε παίζοντας θέατρο, παίζοντας τα «καλά παιδιά», υποκρινόμενοι ότι σεβόμαστε τους κανόνες του απολίτιστου παιχνιδιού τους: ότι και για μάς – όπως και γι’ αυτούς – το χρήμα είναι ο σκοπός και όχι το μέσον, ότι κάνουμε, εν πάση περιπτώσει, προσπάθειες να «εξευρωπαϊσθούμε», που πάει να πει να… εκγερμανιστούμε. 

 Γερμανία: η διαχρονική απειλή 

Παρά τον διαχρονικά διάχυτο – στο χώρο της άρχουσας τάξης της χώρας μας, κυρίως – ραγιαδισμό, ο Έλληνας Γερμανός δεν γίνεται. Είναι θέμα κουλτούρας: «...στη Γερμανία αναπνέεις την ατμόσφαιρα μιας τεράστιας πολιτικής και κοινωνικής σκλαβιάς, φιλοσοφικά ερμηνευμένης και αποδεκτής από ένα μεγάλο λαό μοιρολατρικά και ηθελημένα…», εξηγούσε ενάμιση αιώνα πριν, ο Ρώσος φιλόσοφος Μιχαήλ Μπακούνιν. 

 Αντίθετα, στην Ελλάδα (ακόμα και στις σημερινές συνθήκες της γερμανικής «κατοχής»), αναπνέεις την ατμόσφαιρα μιας ικανής πολιτικής και κοινωνικής ελευθερίας – πολλάκις σε βαθμό αναρχίας – φιλοσοφικά ερμηνευμένης και αποδεκτής από έναν σπουδαίο λαό: όπως έλεγε ο Σαλβατόρ Νταλί, «οι Έλληνες, επειδή επί χιλιάδες χρόνια ζουν αδιάκοπα στη χώρα τους, ακόμα και αμόρφωτοι είναι γεμάτοι κουλτούρα, η κουλτούρα είναι κάτι που υπάρχει στο αίμα τους». Βεβαίως, υπάρχουν και Έλληνες που βιάζονται να... εκβαρβαριστούν, να γίνουν Γερμανοί, να πούμε, να γίνουν «Ευρωπαίοι». Κάποτε μάλιστα, κάποιοι, αυτόν τον «εκβαρβαρισμό» τον ονόμαζαν… εκσυγχρονισμό: Σημίτης, Βενιζέλος, Παπαδήμος, Στουρνάρας, Χαρδούβελης… 

 Ας τους παραδώσουμε κι αυτούς, μαζί με τους υπόλοιπους εκφραστές του γερμανικού ραγιαδισμού στον τόπο μας (Γιωργάκηδες, Σαμαράδες και λοιπούς… συγγενείς) στη χλεύη του… συντρόφου Μπακούνιν. Ο οποίος, ενάμιση αιώνα πριν, δίνοντας ένα ρεσιτάλ διεισδυτικής κοινωνιολογίας, προφήτευε σε 70 λέξεις την γερμανική βαρβαρότητα ως διαχρονική απειλή για την ελευθερία της Ευρώπης: σε όλες τις διεθνείς της σχέσεις η Γερμανία, από τις απαρχές της κιόλας, αργά και συστηματικά έπαιζε πάντα το ρόλο του εισβολέα, του κατακτητή, πάντα πρόθυμη να επεκτείνει στο έδαφος των γειτόνων της τη δική της θεληματική υποδούλωση. Και από τότε που εδραιώθηκε οριστικά ως ενιαία δύναμη έγινε μια απειλή, ένας κίνδυνος, για την ελευθερία ολόκληρης της Ευρώπης. Η σημερινή Γερμανία δεν είναι τίποτε άλλο παρά υποδούλωση, θριαμβευτική και κτηνώδης...
Νίκος Τσαγκρής

11 Ιουνίου 2014

ο Βενιζέλος πάτησε restart στον Σαμαρά


Ο ανασχηματισμός, ο συνηθισμένος άνθρωπος του μιντιακού παρόντος και εκείνη η «αίσθηση ανέφικτου» για τον ΣΥΡΙΖΑ

«Ο Σαμαράς πάτησε restart», λέγανε και ξαναλέγανε οι τρόφιμοι του συστήματος. Σχεδόν ευτυχισμένοι. Λες και, βάζοντας τον Γκίκα στη θέση του Γιάννη, τη Σοφία στη θέση του Σίμου και τον Μάκη στη θέση του Άδωνη, πάτησε restart στην φθίνουσα ζωή τους. Λες και έκανε επανεκκίνηση στο υπαρξιακό τους αύριο που, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, φάνταζε ανύπαρκτο….

Φυσικά, ή μάλλον αφύσικα, αυτό το άδικο αίσθημα ανακούφισης είναι απίθανο να περιορίστηκε στα συγκυβερνητικά «παπαγαλάκια» των μίντια. Είναι βεβαιότερο του πιθανού πως αυτός ο παραλογισμός διαχύθηκε σε ένα ποσοτικά και ποιοτικά άγνωστο (ωστόσο, κατά πάσα πιθανότητα, μεγάλο) μέρος του τηλεοπτικού κοινού.

Αναντίστοιχα, η απήχηση της λογικής θεώρησης του ΣΥΡΙΖΑ ότι ο ανασχηματισμός «επιβεβαιώνει την απαρέγκλιτη εφαρμογή των δεσμεύσεών της κυβέρνησης Σαμαρά έναντι των δανειστών, αδιαφορώντας για τον ελληνικό λαό που καθημερινά υποφέρει», περιορίστηκε και πάλι, από την διάχυτη (σ’ ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού «που καθημερινά υποφέρει») παράλογη «αίσθηση ανέφικτου για τον ΣΥΡΙΖΑ» που, όπως θαυμάσια διατύπωσε προ ημερών ο Γιώργος Κιμούλης*, τον συνοδεύει: «Έχουμε ένα κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, που οδηγεί τον εαυτό του στην εξουσία, σε μια κοινωνία που πληροφορείται για την πραγματικότητα από τα μίντια, τα οποία αυτό το κόμμα πολεμά! Μέσα από αυτή τη λειτουργία έχει περάσει στην κοινωνία μια αίσθηση "ανέφικτου" για τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί, για την πλειοψηφία, η πραγματικότητα είναι αυτή που δείχνει η τηλεόραση"…

Ο «μιντιακός» άνθρωπος

«Για την πλειοψηφία, η πραγματικότητα είναι αυτή που δείχνει η τηλεόραση»!.. Μια εγνωσμένη αλήθεια που, με τα συμφραζόμενα «έχουμε ένα κόμμα που οδηγεί τον εαυτό του προς την εξουσία σε μια κοινωνία που πληροφορείται για την πραγματικότητα από τα μίντια αποκομίζοντας μια αίσθηση ανέφικτου για τον ΣΥΡΙΖΑ», μοιάζει σαν θραύσμα δοκιμίου του Αλμπέρ Καμύ για το παράλογο: ο συνηθισμένος άνθρωπος του εκάστοτε παρόντος (ο Έλληνας της «μιντιακής πραγματικότητας» σήμερα) ζει με την βεβαιότητα ότι θέτει σκοπούς, ότι φροντίζει για τo μέλλον του, για τη δικαίωσή του…

Εξακολουθεί να εκτιμάει τις ευκαιρίες εργασίας που (δεν) του παρουσιάζονται, να σκέφτεται το (ανύπαρκτο) αύριο, την (πετσοκομμένη) σύνταξή του ή την (αμφίβολη) αποκατάσταση των παιδιών του. Πιστεύει ακόμα πώς κάτι στη ζωή του μπορεί να προκαθοριστεί και ενεργεί σαν να ήταν ελεύθερος, ακόμα κι αν όλα τα γεγονότα εξακολουθούν να πηγαίνουν κόντρα σ' αυτή την ελευθερία.

Ο ίδιος άνθρωπος, ως μέλος μιας κοινωνίας που πληροφορείται για την πραγματικότητα από τα μίντια, καθώς προσλαμβάνει τη μιντιακή πραγματικότητα «ΣΥΡΙΖΑ», καταλαμβάνεται από εκείνη την «αίσθηση του ανέφικτου» για τον ΣΥΡΙΖΑ. Και τότε, μπορεί να του συμβαίνει αυτό που περιγράφει ο Καμύ, όταν ο «συνηθισμένος άνθρωπος» έρχεται αντιμέτωπος με το υπαρξιακό πρόβλημα: «κλονίζονται τα πάντα γύρω του, η ιδέα του ‘υπάρχω’, η διάθεση του να ενεργεί σα να είχαν όλα ένα νόημα, όλα να διαψεύδονται με έναν ιλιγγιώδη τρόπο απ' τον παραλογισμό της ιδέας ενός ξαφνικού θανάτου». Του θανάτου της (μη) πραγματικότητάς του, της «μιντιακής πραγματικότητας».

Ο πραγματικός «ανασχηματισμός»

Ε, λοιπόν, πράγματι, από αυτή την άποψη ο Σαμαράς πάτησε… restart, αλλά ήταν ένα restart στην μιντιακή πραγματικότητα της κυβέρνησής του: μια επανεκκίνηση στο μιντιακό – υπαρξιακό της αύριο που, μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, φάνταζε ανύπαρκτο. Ενώ τώρα μοιάζει να...ξεκαλοκαιριάζει.

Στην πολιτική πραγματικότητα της χώρας, ο ανασχηματισμός ήταν μια ακόμα γελοιότητα του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Σαμαρά, Ευάγγελου Βενιζέλου: restart στον εκσυγχρονισμό»! Μια ιδέα επικοινωνιακού χαρακτήρα (τι άλλο;) με στόχο την αρχηγική επιβίωση του συγκυβερνητικού διδύμου των ηττημένων των ευρωεκλογών, μέχρι τις επερχόμενες εθνικές εκλογές. Και την συμμετοχή τους σ’ αυτές με όρους… μούφα αντιμνημονιακούς.

Επί της ουσίας του ανασχηματισμού, επικοινωνιακά πάντα, ο Σαμαράς πάτησε restart στον Σημιτικό «εκσυγχρονισμό». Κανένα πρόβλημα, κανένα ρίσκο, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο «εκσυγχρονιστικό» ρετούς, είναι απολύτως συμβατό με το σύστημα των Βρυξελών: απ’ τον Σημίτη της ΟΝΕ έως τον Σαμαρά του… Βενιζέλου (με μια μικρή παρέκκλιση της κυβέρνησης Καραμανλή μόνο) η χώρα κινείται κυβερνητικά στον αστερισμό του «εκσυγχρονισμού». Που δεν είναι παρά ο μεταλλαγμένος σε συστημικό νεοφιλελευθερισμό «δημοκρατικός σοσιαλισμός», η πάλαι ποτέ ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Κατά τα λοιπά, σε μια κοινωνία για την οποία πραγματικότητα είναι αυτό που δείχνει η τηλεόραση, ακόμα και η γελοία ιδέα «επανεκκίνησης» με… εκσυγχρονιστικό καμουφλάζ ίσως καταφέρει να ρετουσάρει τη μνημονιακή βαρβαρότητα της συγκυβέρνησης. Ίσως πάλι, αυτή η τελευταία συγκυβερνητική απάτη – διότι περί απάτης πρόκειται – απαλείψει εκείνη την αίσθηση «ανέφικτου» για τον ΣΥΡΙΖΑ, «που έχει περάσει στην κοινωνία που πληροφορείται για την πραγματικότητα από τα μίντια». Ίσως…

* Από τη συνέντευξη του Γιώργου Κιμούλη στον Παύλο Παπαδόπουλο / ΤΟ ΒΗΜΑ. 10/06/2014

Του Νίκου Τσαγκρή

5 Ιουνίου 2014

Κεντροαριστερά με Βενιζέλο γίνεται;

 
«Δεν γίνεται γιατί… υπάρχει», είναι μια απάντηση: ονομάζεται Ελιά, εκπροσωπεί το 8% του εκλογικού σώματος, και εξακολουθεί, και ως κεντροαριστερά, να είναι συνιστώσα της Νέας Δημοκρατίας του Σαμαρά…

Τις μέρες που τα «κεντροαριστερά» πειραματόζωα του συστήματος βολόδερναν στους μετεκλογικούς δοκιμαστικούς σωλήνες της «Ελιάς», κάποιοι μεταλλαγμένοι έκαναν πρόβες σε υπουργικά κουστούμια με στυλίστα τον Ευάγγελο Βενιζέλο. Ο οποίος, απ’ τη μια το έπαιζε πρωθυπουργός στη θέση του πρωθυπουργού κάνοντας τον διαχειριστή του ανασχηματισμού και απ’ την άλλη καλούσε σε εσπευσμένη «συμπόρευση» όλες τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, δεδομένου ότι «το ΠΑΣΟΚ με την Ελιά, είναι ο πυλώνας της νέας αφήγησης για την Ευρώπη».

Όλα αυτά, σε πρώτη ανάγνωση, συνθέτουν μια σουρεαλιστική εικόνα που εξωραΐζει τον αποκρουστικό χαρακτήρα της πολιτικής απάτης που περιγράφεται ως «ανασυγκρότηση της κεντροαριστεράς». Ειδικά όταν η περιγραφή εκπορεύεται από τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Σαμαρά, Ευάγγελο Βενιζέλο, και σκιαγραφεί τη συμπόρευση (διάβαζε, συγχώνευση) όλων τις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, (της ΔΗΜΑΡ και του «Ποταμιού», δηλαδή) δεδομένου ότι «το ΠΑΣΟΚ με την Ελιά (το μεταμφιεσμένο σε «Ελιά» ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου, δηλαδή,) είναι ο πυλώνας της νέας αφήγησης (της αφήγησης Βενιζέλου, δηλαδή,) για την Ευρώπη».

Αλλά η αφήγηση του Βενιζέλου για την Ευρώπη (που βιάζεται να την επιβάλλει ως αφήγηση της κεντροαριστεράς με πυλώνα το… «ΠΑΣΟΚ με την Ελιά») δεν είναι παρά η αφήγηση του Σαμαρά για την Ευρώπη, που δεν είναι παρά η αφήγηση του Σόϊμπλε και της Μέρκελ για την Ευρώπη…

Δεν σώζεται με τίποτα

Αυτό είναι όλο: κεντροαριστερά με αυτό το ΠΑΣΟΚ δεν γίνεται, διότι αυτό το ΠΑΣΟΚ, το έσχατο ΠΑΣΟΚ Βενιζέλου του 8%, (εντός ή εκτός «Ελιάς») είναι ταυτισμένο με τη ακροδεξιού χαρακτήρα Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά, που είναι ταυτισμένη με το ακραία νεοφιλελεύθερο σύστημα Μέρκελ, που είναι ταυτισμένο με την οικονομική και κοινωνική καταστροφή της χώρας μας.

  Ας το πούμε πιο απλά: στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων, το έσχατο ΠΑΣΟΚ Βενιζέλου είναι ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα με πατέντα: το τελευταίο απομεινάρι της ξεπουλημένης στον νεοφιλελεύθερο κόσμο των αγορών ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που, με την… ευγενική φροντίδα των μιντιαρχών (είτε σαν ΠΑΣΟΚ, είτε σαν «Ελιά») φυτοζωεί ως ξεδιάντροπη συνιστώσα της Νέας Δημοκρατίας του Σαμαρά στο προσκήνιο. Και ως κέλυφος προστασίας του διεφθαρμένου αρχηγού της στο παρασκήνιο.

Δεν είναι δικό μου, είναι άποψη ιστορικού στελέχους του ΠΑΣΟΚ και την μεταφέρω: «το ΠΑΣΟΚ Βενιζέλου δεν σώζεται με τίποτε, αν δεν απαλλαγεί απ’ τον Μπένυ και τα άλλα μνημονιακά του βαρίδια. Αν δεν καταφέρει, δηλαδή, μέσα από ένα συνέδριο, να ξεπλυθεί πολιτικά και να αναδυθεί ως ένα πειστικό σοσιαλιστικό – αντισυστημικό σχήμα…» - Και που είσαι, κεντροαριστερά με Βενιζέλο δεν γίνεται γιατί… υπάρχει κατέληξε γελώντας: «ονομάζεται Ελιά, εκπροσωπεί το 8% του εκλογικού σώματος, και εξακολουθεί, και ως… κεντροαριστερά, να είναι συνιστώσα της Νέας Δημοκρατίας του Σαμαρά»…

Κοροϊδεύουν την κοινωνία

Συνοψίζοντας, κεντροαριστερά με το σημερινό ΠΑΣΟΚ (εντός ή εκτός Ελιάς) δεν γίνεται. Ειδικά αν παραμείνει πρόεδρός του ο Βενιζέλος και αν εξακολουθήσει να συγκυβερνά με τη Νέα Δημοκρατία του Σαμαρά: ούτε η αυτοκτονική ΔΗΜΑΡ του Φώτη, ούτε καν το θολό Ποτάμι του Σταύρου δεν τσίμπησαν στην έκκληση Βενιζέλου για συμπόρευση. Κάτι συγκυβερνητικά… ψάρια μόνο. Και η… πτέρυγα Λυκούδη! (αχ, ρε Σπύρο…)

«Το θέμα της Κεντροαριστεράς δεν είναι καλσόν, να το τραβάει ο ένας από εδώ και ο άλλος από εκεί, και στο τέλος να είναι μια σούπα που οδηγεί σε μια νεοφιλελεύθερη ατζέντα», έδωσε την απάντηση ο ίδιος ο γραμματέας του ΠΑΣΟΚ, ο κ. Ν. Ανδρουλάκης. Αλλά αυτή είναι μια απάντηση που άργησε να ‘ρθεί: το θέμα της Κεντροαριστεράς το έλυσε προ τριετίας, ο κόσμος της Κεντροαριστεράς. Που, καθώς έβλεπε το ΠΑΣΟΚ να σφάζεται στην ποδιά της Μέρκελ και να μεταβάλλεται «σε μια σούπα που οδηγούσε σε νεοφιλελεύθερη ατζέντα», άρχισε να μετακομίζει στον ΣΥΡΙΖΑ…

Αυτό είναι το σωστό: οι κεντροαριστεροί είναι πια στον ΣΥΡΙΖΑ, την αξιόπιστη, την συνεπή, την αντιμνημονιακή, την αντισυστημική, τη ριζοσπαστική Αριστερά. Την δημοκρατική Αριστερά της κοινωνικής ευθύνης, και της πατριωτικής περηφάνιας, που μάχεται για την απελευθέρωση της Ελλάδας και των Ελλήνων από τα δεσμά του νεοφιλελεύθερου οικονομισμού, της συστημικής – μνημονιακής βαρβαρότητας.

Ποια Κεντροαριστερά, λοιπόν; Όλοι γνωρίζουμε ότι οι απαξιωμένοι ηγέτες και επίδοξοι ηγετίσκοι της, είτε εντός είτε εκτός ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ και… ποταμών και ελαιώνων, κοροϊδεύουν την κοινωνία, αφού γνωρίζουν καλύτερα από εμάς, αυτό που κι εμείς γνωρίζουμε. Ότι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία κυβερνούσε με πλαστή σοσιαλιστική ταυτότητα. Μέχρι που, εν μέσω της κρίσης, αποκαλύφθηκε ως το απόλυτο καμουφλάζ του νεοφιλελευθερισμού.

Νίκος Τσαγκρής