31 Ιανουαρίου 2011

Κατακερματισμός, διάλυση...


 «To ιδεολογικό είναι το φανταστικό», έλεγε ο Μαρξ καθώς περιέγραφε, μετά τον Φόϋερμπαχ, τη θρησκευτική ιδεολογία: To ιδεολογικό είναι κατασκευασμένο από συνειδήσεις που, μην μπορώντας να υποφέρουν την πραγματική τους κατάσταση, της δυστυχίας και των αντιφάσεων, προβάλλουν σ' ένα ονειρεμένο μακρινό μέλλον (μέλλον θρησκευτικό, μέλλον αισθητικό, αλλά επίσης μέλλον ηθικό και πολιτικό) μια ιδεατή επανασυμφιλίωση. Αυτό που στην εποχή μας λέμε ομοψυχία, συστράτευση, εθνική συνεννόηση.

Εθνική συνεννόηση αναζητούν όλο και πιό συχνα οι θεσμικοί παράγοντες του τόπου, προκειμένου να αντιμετωπίσουν το Εθνικό, όπως το βαφτίζουν, θέμα της οικονομικής κρίσης. Αλλά, για να υπάρξει συστράτευση και ομοψυχία, συνθήκες, πράγματι αναγκαίες,για την αντιμετώπιση εθνικών θεμάτων, χρειάζονται κατ' αρχήν ιδέες. Ιδέες, κατά προτίμηση κοινά αποδεκτές. Ακόμα καλύτερα θα ήταν, οι συγκεκριμένες, κοινές ιδέες, να προέκυπταν ως απαύγασμα μιας γενικότερης κοινής ιδεολογίας. Τότε, η συστράτευση και η ομοψυχία δεν θα ήταν αιτούμενα. Θα ήσαν συνθήκες δεδομένες. Και τότε ναι, θα απελευθερώνονταν πολιτικές προβολές σε ένα ονειρεμένο μακρινό μέλλον. Έστω στο επίπεδο του φανταστικού!..

Όμως οι ιδεολογίες έμειναν πίσω και οι ιδέες απουσιάζουν. Απουσιάζουν και οι ηγέτες που θα τις προέβαλλαν με τρόπο πειστικό, ώστε να εξασφαλίσουν τη συστράτευση και την ομοψυχία γύρω τους. Έτσι, φτάσαμε σε σημείο η πολιτική να είναι ανίδεη. Το ίδιο και οι πολίτες! Και αυτό που απέμεινε, είναι οι επαγγελματίες πολιτικοί. Να κρατούν ψηλά τη σημαία της μόνης... ιδεολογίας της νέας εποχής: της ιδεολογίας του κέρδους!

Πάμε πάλι απ’ την αρχή: ιδεολογία είναι ένα σύστημα ιδεών και αξιών, χάρη στο οποίο οι κοινωνίες οργανώνουν ένα κοινό όραμα, μια συναντίληψη του κόσμου. Πιστεύει κανείς ότι η κρατούσα «ιδεολογία» του κέρδους είναι σε θέση να οδηγήσει σε κοινό όραμα, σε συστράτευση, σε εθνική συνεννόηση; To μόνο που μπορεί να επιφέρει η συγκεκριμένη «ιδεολογία», είναι η διάλυση: Ο άκρατος ατομισμός, ο φιλοτομαρισμός, ο κοινωνικός κατακερματισμός. Το δράμα της φτώχειας – η μιζέρια του πλούτου. Η ζούγκλα των «αγορών».

25 Ιανουαρίου 2011

Διεφθαρμένη χώρα...



Ναι, η διαφθορά είναι αγαπημένο θέμα. Ειδικά όταν εκδηλώνεται σε αντικρινές όχθες, όταν προσωποποιείται σε διακεκριμένους αντιπάλους, όταν πλήττει διασημότητες της πεντάρας. Τότε η αδρεναλίνη ανεβαίνει, η έξαψη κορυφώνεται. Μα και όταν δεν εκδηλώνεται, όταν δεν προσωποποιείται, η διαφθορά παραμένει αγαπημένο θέμα: τρέφεται με φήμες στα καφέ του Κολωνακίου, με «εμπιστευτικές πληροφορίες» στα δημοσιογραφικά γραφεία, με σχόλια και αναθέματα στις οικογενειακές συγκεντρώσεις.

Ακολούθως, η διαφθορά ξαναγίνεται μια γνώριμη και έξυπνη αμαρτία που φωλιάζει μέσα μας, έτοιμη να ξεμυτίσει στην πρώτη ευκαιρία: στην κοινωνία του χρήματος, ένας άνθρωπος θεωρείται τελείως ανόητος αν δεν κλέβει. Αυτή η στάση εικονογραφείται θαυμάσια από τον ετήσιο εθνικό διαγωνισμό για το ποιός θα εξαπατήσει περισσότερο την Ψωροκώσταινα σε απόκρυψη φόρων. Για να τους βάλει στην τσέπη…

«Θα ήταν ηλίθιος αν δεν τα ‘παιρνε!..» Είναι μια φράση που ακούγονταν όλο και πιο συχνά στη μικρή μας χώρα. Ακόμα και από κορυφαίους πολιτικούς παράγοντες, ακόμα και για μιζαδόρους της πολιτικής τύπου Siemens. Είναι η φράση που τοποθετεί την κοινωνική ηθική στον πάτο των εθνικών μας, να πούμε, αρετών και την πολιτική ηθική κάτω απ’ τον πάτο των αντίστοιχων πολιτικών. Μια φράση που οριοθετεί την χώρα μας ως διεφθαρμένη χώρα…

Μας συνέβη, όπως συνέβη πριν από πολλά χρόνια στις ΗΠΑ. Να πως το περιέγραφε (1951) ο αμερικανός κοινωνιολόγος, καθηγητής του Κολούμπια και συγγραφέας του « Μίντλ-Τάουν» Ρόμπερτ Σ. Λύντ: «Σήμερα οι ελέφαντες (σ.σ: εννοεί τα νέα οικονομικά τζάκια), ημιεξημερωμένοι και απατεώνες, έχουν αναπτυχθεί και… ευημερούν πολυτελώς μέσα στα πράσινα βοσκοτόπια ισχύος που άφησε ελεύθερα η δημοκρατία. Σήμερα εμείς, σαν έθνος, η Γερουσία μας, τα ιδρύματά μας, φοβόμαστε και στεκόμαστε με δέος μπροστά σ’ αυτές τις μυστικές δυνάμεις– που λέγονται οργανωμένες επιχειρήσεις, οργανωμένα επαγγέλματα, οργανωμένη εργασία, οργανωμένος πατριωτισμός και οργανωμένη θρησκεία. Με αποτέλεσμα την ανάπτυξη μιας κοινωνίας εκβιασμού, που δίνει το παράδειγμα σε κάθε άνθρωπο να επιδιώκει να αρπάζει ό, τι μπορεί για τον εαυτό του…»…

Λοιπόν, σήμερα κι εμείς ως έθνος, η Βουλή μας, οι πολιτικοί ηγέτες μας, οι βουλευτές μας, οι δικαστικοί μας, οι δημοσιογράφοι μας, φοβόμαστε και στεκόμαστε με δέος μπροστά σ’ αυτές τις «μυστικές δυνάμεις που λέγονται οργανωμένες επιχειρήσεις», κεντρικές τράπεζες, πολυεθνικές, καρτέλ, μονοπώλια. Κάνουμε τα στραβά μάτια στις παρανομίες τους, με την «απουσία» μας διευκολύνουμε τα ασύδοτα deal τους. Ούτως ή άλλως, είμαστε μέρη αυτής της τάξεως πραγμάτων, μέλη της «κοινωνίας του εκβιασμού» που οι ίδιοι δημιουργήσαμε ή ανεχτήκαμε. Και, άμα λάχει, όταν μας τα δίνουν, τα παίρνουμε˙ αφού… «θα ήμασταν ηλίθιοι αν δεν τα παίρναμε»!..

Μην ακούτε τους πολιτικούς και τους δημοσιογράφους υποκριτές: Το χρήμα μπορούσε πάντα να διατάζει τις εξουσίες. Και το έκανε. Απλά, στις μέρες μας τό ‘χει παρακάνει…

Νίκος Τσαγκρής



8 Ιανουαρίου 2011

Ο καπιταλισμός που βολεύει...


«Θα προτιμούσα να βρισκόμουν κάτω απ’ το ζυγό του Κόκκινου Στρατού παρά να πρέπει να τρώω χάμπουργκερ» έλεγε ο θεωρητικός του μεταμοντέρνου εθνικισμού Αλαίν Ντε Μπενουά, για να τονίσει την απέχθειά του στον μεταψυχροπολεμικό αμερικανικό ηγεμονισμό˙ τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό με το «άνοιγμα των συνόρων», την «παγκοσμιοποίηση», την «οικονομία της αγοράς».

Λίγο αργότερα, επί της προεδρίας Μπους, ο αντιαμερικανισμός των Ευρωπαίων εθνικιστών άγγιξε και, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπέρασε ακόμα και τον παραδοσιακό αντιαμερικανισμό των κομμουνιστών. Μέχρι που φτάσαμε στην οικονομική κρίση και καταντήσαμε – ποιοι, εμείς οι Έλληνες, που διδάξαμε αντιαμερικανισμό – να τρώμε μόνο… χάμπουργκερ. Άντε, και σουβλάκια, όταν θέλουμε να διαφοροποιηθούμε ιδεολογικά (είτε ως κομμουνιστές είτε ως… απλοί αριστεροί) από τους μεταμοντέρνους εθνικιστές…

Κανένα πρόβλημα. Προσωπικά, παραφράζοντας τη ρήση του Αλέν Ντε Μπενουά, είμαι έτοιμος να δηλώσω ότι θα προτιμούσα να τρώω μια ζωή… σουβλάκια παρά να βρίσκομαι (μια ζωή, επίσης) κάτω από τον ζυγό της Κομισιόν. Ο οποίος ζυγός μάς πέφτει πιο βαρύς, ειδικά σ’ εμάς τους μισθωτούς και συνταξιούχους, απ’ ότι ο ζυγός του Κόκκινου Στρατού στον Αλαίν Ντε Μπενουά και τους ομοϊδεάτες του.

Από την άλλη, ο «ζυγός της Κομισιόν» δεν είναι παρά ο ζυγός του καπιταλισμού με τον οποίο οικειοθελώς δεθήκαμε, τον αγαπήσαμε και συνεχίζουμε να τον αγαπάμε και να τον δοξάζουμε καθημερινά, είτε είμαστε δεξιοί είτε αριστεροί, είτε κομμουνιστές είτε εθνικιστές, ακόμα και αναρχικοί. Αίφνης, ακόμα και την παραμονή των Φώτων, μέρα κλεφτής αργίας και οικονομικής ένδειας, υποτίθεται, ένα από τα άντρα του καπιταλιστικού life style στην λεωφόρο Κηφισίας, το επονομαζόμενο και Golden Hall, ήταν φίσκα από… δεξιούς, αριστερούς, κομμουνιστές, εθνικιστές, ακόμα και αναρχικούς πατριώτες μας. Που δόξαζαν τον καπιταλισμό απολαμβάνοντας τα αγαθά του…

Θέλω να πω ότι ζούμε σε ένα λαβύρινθο πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτιστικών και αισθητικών αντιφάσεων: δηλώνουμε σοσιαλιστές αλλά ανάβουμε κεριά πίστης στους αρχιερείς του καπιταλισμού, τους τεχνοκράτες της Κομισιόν. Προκειμένου να διασφαλίσουμε τον καπιταλισμό που μας βολεύει υπηρετούμε τους καπιταλιστές που μας… βολεύουν. Εν τέλει, μόνο οι καπιταλιστές δεν πιστεύουν στον καπιταλισμό. Όπως λέει ο Μάικλ Μουρ, πιστεύουν στο σοσιαλισμό για τους πλούσιους: θέλουν να είναι σίγουροι ότι η κυβέρνηση θα μεριμνά μόνο γι’ αυτούς δίχως οι άλλοι να το αντιλαμβάνονται.

Νίκος Τσαγκρής